- φέγγος
- το-ους1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος).2. φως, λάμψη, ανταύγεια.3. το φεγγάρι, το φέγγο.4. η ένταση του φωτός των φάρων, που μετριέται σε φωτιστικές μονάδες.5. το φως των ματιών, η όραση: Τυφλώθηκε, έχασε το φέγγος του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.